- καρχαλέοι
- καρχαλέοςroughmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καρχαλέος — καρχαλέος, α, ον (Α) 1. ξερός («δίψη καρχαλέοι», Ομ. Ιλ.) 2. ορμητικός, άγριος («καρχαλέοι κύνες», Απολλ. Ρόδ.) 3. (για ήχο) τραχύς, οξύς («καρχαλέος χρεμετισμός», Νόνν.) [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κάρχαρος και… … Dictionary of Greek